- ζεματώ
- και ζεματάω [ζέμα]βλ. ζεματίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζεματώ — βλ. ζεματάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεματίζω — και ζεματώ και ζεματάω (Μ ζεματίζω) 1. περιβρέχω κάποιον ή κάτι με βραστό υγρό («ζεματίζω το πιλάφι με βούτυρο») 2. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε βραστό υγρό 3. προξενώ εγκαύματα, καίω (α. «ζεματάει το τσάι» β. «ζεμάτισα τη γλώσσα μου») 4. (μέσ. παθ.)… … Dictionary of Greek
ζεματούρα — η το ζεμάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεματώ + κατάλ. ουρα (πρβλ. κλεισ ούρα, χαιρετ ούρα)] … Dictionary of Greek
μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek
τσικνώνω — τσίκνωσα, τσικνώθηκα, τσικνωμένος 1. τσικνίζω (βλ. λ.). 2. περιχύνω φαγητό (πιλάφι, μακαρόνια κτλ.) με καυτή σάλτσα, ζεματώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)